πετροβάτης

πετροβάτης
ὁ, Α
αυτός που ανεβαίνει σε βράχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορει-βάτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πετροβάταις — πετροβάτης one who climbs rocks masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετροβάτην — πετροβάτης one who climbs rocks masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετροβάτα — πετροβάτᾱ , πετροβάτης one who climbs rocks masc nom/voc/acc dual πετροβάτης one who climbs rocks masc voc sg πετροβάτᾱ , πετροβάτης one who climbs rocks masc gen sg (doric aeolic) πετροβάτης one who climbs rocks masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… …   Dictionary of Greek

  • πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

  • πετροβατικός — ή, όν, Μ [πετροβάτης] (για ζώο) ικανός να βαδίζει σε βραχώδη μέρη …   Dictionary of Greek

  • πετροβατώ — έω, Α [πετροβάτης] ανεβαίνω και περπατώ σε βράχους («τῶν στρατιωτῶν τοὺς πετροβατεῑν εἰωθότας», Διόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”